- σκαλμός
- σκαλμός, ο και σκαρμός, οκυλινδρικός πάσσαλος στην κουπαστή της βάρκας που συγκρατεί το κουπί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαλμός — pin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… … Dictionary of Greek
σκαλμοῖς — σκαλμός pin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμοῖσι — σκαλμός pin masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμοῖσιν — σκαλμός pin masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμοί — σκαλμός pin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμοῦ — σκαλμός pin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμούς — σκαλμός pin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμῷ — σκαλμός pin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμόν — σκαλμός pin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)